- πρυτανηΐη
- ἡ, Αιων. τ. βλ. πρυτανεία (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρυτανηίη — πρυτανεία presidency fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανεία — (I) η, ΝΑ, και ιων. τ. πρυτανηΐη και αττ. τ. προτανία και προτανεία Α [πρυτανεύω] (στην αρχ. Αθήνα) 1. η θητεία τών πενήντα βουλευτών καθεμιάς από τις δέκα φυλές, που ισοδυναμούσε χρονικά με το 1/10 τού έτους 2. το αξίωμα ή η κυβέρνηση τών… … Dictionary of Greek